νεκρικῶς
From LSJ
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
French (Bailly abrégé)
adv.
comme un mort.
Étymologie: νεκρικός.
Russian (Dvoretsky)
νεκρικῶς: как у мертвеца: ν. τὴν χροίαν ἔχειν Luc. быть мертвенно-бледным.