κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμεν → harbour secret counsels
ιδοςadj. f;c. νησιώτης.
νησιῶτις: дор. νᾱσιῶτις, ιδος adj. f островная (πέτρα Aesch.; ἑστία Soph.; ἡσυχία Plut.).
(see also: νησιώτης) of an island