ὀκτάπηχυς

From LSJ
Revision as of 15:41, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκτάπηχυς Medium diacritics: ὀκτάπηχυς Low diacritics: οκτάπηχυς Capitals: ΟΚΤΑΠΗΧΥΣ
Transliteration A: oktápēchys Transliteration B: oktapēchys Transliteration C: oktapichys Beta Code: o)kta/phxus

English (LSJ)

υ,

   A eight cubits long, δοκός Inscr.Délos 290.174 (iii B. C.), Callix.2, cf. LXX 3 Ki.7.47(10), Plb.5.89.6, Str.3.5.5.

German (Pape)

[Seite 317] von acht Ellen; gen. ὀκταπήχους Pol. 5, 89, 6; ὀκταπήχεσι, Callix. bei Ath. V, 196 e; ἄγαλμα ὀκτάπηχυ, ib. 198 e.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτάπηχῠς: υ, ὁ ἔχων μῆκος ὀκτὼ πήχεων, Πολύβ. 5. 89, 6, Στράβ. 170.

Greek Monolingual

-υ (Α ὀκτάπηχυς και ὀκτώπηχυς και, δωρ. τ. ὀκτάπαχυς)
αυτός που έχει μήκος οκτώ πήχεων («δοκὸς ὀκτάπηχυς», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + πήχυς].

Russian (Dvoretsky)

ὀκτάπηχυς: 2, gen. εος (ᾰ) протяжением в восемь пехиев (локтей) Polyb.