ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν → what we have to learn to do we learn by doing
adv.comme un voyageur.Étymologie: ὁδοιπόρος.
ὁδοιπορικῶς: по-дорожному, как путник (ἐσταλμένοι Plut.).