ὀριδρόμος
From LSJ
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
English (LSJ)
A v. ὀρειδρόμος.
German (Pape)
[Seite 377] f. L. statt ὀρειδρόμος.
Greek Monolingual
ὀριδρόμος, -ον (Α)
δ. γρφ.) βλ. ορειδρόμος.
Russian (Dvoretsky)
ὀρῑδρόμος: v. l. = ὁρειδορόμος.