Πανδίων

From LSJ
Revision as of 21:40, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ) :
Pandion, roi d’Athènes, père d’Éréchthée, de Procné et de Philomèle.

English (Autenrieth)

a Greek, Il. 12.372†.

Greek Monolingual

-ονος, ό, Α
1. μυθικός βασιλιάς της Αθήνας, γιος του Εριχθονίου
2. άλλος μεταγενέστερος μυθικός βασιλιάς της Αθήνας, γιος του Κέκροπος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Το όν. συνδέεται πιθ. με το επίθ. πανδίος].

Russian (Dvoretsky)

Πανδίων: ονος (ῑ) ὁ Пандион
1) боевой спутник Тевкра Hom.;
2) сын Эрихтония, отец Эрехтея, Прокны и Филомелы, миф. царь Афин Thuc., Eur. etc.;
3) сын Кекропа, отец Эгея и Лика Her., Eur.