παραπλήθω

From LSJ
Revision as of 13:25, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

German (Pape)

[Seite 494] daneben voll sein; so erklärt man als Tmesis παρὰ δὲ πλήθωσι τράπεζαι Od. 9, 8.

Greek (Liddell-Scott)

παραπλήθω: εἶμαι σχεδὸν πλήρης, ἴδε ἐν λ. παράπλειος

Greek Monolingual

Α
είμαι γεμάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πλήθω «είμαι πλήρης»].

Russian (Dvoretsky)

παραπλήθω: быть полным (παρὰ δὲ πλήθωσι τράπεζαι σίτου καὶ κρειῶν Hom.).