τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery
inf. prés. Act. épq. de πεινάω.
πεινήμεναι: эп. (= πεινῆν) inf. к πεινάω.
πεινήμεναι ep. inf. praes. van πεινήω.