πλήμμη
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
πλήμμη: и πλήμη ἡ Polyb., Diod. = πλήσμη.
Greek (Liddell-Scott)
πλήμμη: ἡ, ἴδε πλήμη.
Greek Monolingual
και πλήμη, η, ΝΜΑ, και πλήσμη Α
η πλημμυρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πλήμη < θ. πλη- του πίμ-πλη-μι + κατάλ. -μη, ο τ. πλήσμη < θ. πλησ- (πρβλ. παθ. αόρ. ἐ-πλήσ-θην), ενώ ο τ. πλήμμη κατ' επίδραση του τ. πλημμυρίς.