πλήμμη

From LSJ
Revision as of 15:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source

German (Pape)

[Seite 633] ἡ, s. πλήμη.

Russian (Dvoretsky)

πλήμμη: и πλήμη ἡ Polyb., Diod. = πλήσμη.

Greek (Liddell-Scott)

πλήμμη: ἡ, ἴδε πλήμη.

Greek Monolingual

και πλήμη, η, ΝΜΑ, και πλήσμη Α
η πλημμυρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πλήμη < θ. πλη- του πίμ-πλη-μι + κατάλ. -μη, ο τ. πλήσμη < θ. πλησ- (πρβλ. παθ. αόρ. -πλήσ-θην), ενώ ο τ. πλήμμη κατ' επίδραση του τ. πλημμυρίς.