προκάτημαι

From LSJ
Revision as of 08:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83

German (Pape)

[Seite 729] ion. = προκάθημαι, Her.

French (Bailly abrégé)

ion. c. προκάθημαι.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. προκάθημαι.

Russian (Dvoretsky)

προκάτημαι: ион. = προκάθημαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προκάτημαι Ion. voor προκάθημαι.