προήδομαι
English (LSJ)
Pass.,
A to be pleased before or first, τῇ ἰδέᾳ with... Arist. EN1167a5.
German (Pape)
[Seite 723] (s. ἥδομαι), sich vorher freuen od. ergötzen.
Greek (Liddell-Scott)
προήδομαι: Παθητ., ἥδομαι, χαίρω πρότερον ἢ πρῶτος, τῇ ἰδέᾳ, ἐπὶ τῇ ἰδέᾳ, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 5, 3.
French (Bailly abrégé)
se réjouir d’avance, ou auparavant.
Étymologie: πρό, ἥδομαι.
Greek Monolingual
Α ἥδομαι
χαίρομαι εκ τών προτέρων ή πρώτος.
Greek Monotonic
προήδομαι: Παθ., χαίρομαι πιο πριν ή πρώτος, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-ήδομαι tevoren genieten van, eerst tevreden zijn met, met dat.
Russian (Dvoretsky)
προήδομαι: заранее радоваться: προησθείς τινι Arst. заранее наслаждающийся чем-л.