μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves
ion. c. σειρά.
(root σερ, εἴρ Od. 24.2): cord.
σειρή: ἡ эп.-ион. = σειρά.
σειρή Ion. voor σειρά.