συμφρόνησις

Revision as of 08:54, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A agreement, union, Philol.10, Plb.2.37.8, J. AJ19.8.1, App.BC4.17, etc.

German (Pape)

[Seite 993] ἡ, Gleichheit des Sinnes od. der Meinung, Eintracht, Pol. 2, 173, 8 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμφρόνησις: Δωρ. -ᾱσις, ἡ, τὸ συμφρονεῖν, σύμπνοια, ὁμοφροσύνη, συμφωνία, Πολύβ. 2. 37, 8, Ἰωσήπ. Ἰούδ. Ἀρχ. 19. 8, 1, Θέων Σμυρν. Μαθ. σ. 15Β, κτλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
consentement, accord.
Étymologie: συμφρονέω.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, ΜΑ, και δωρ. τ. συμφρόνασις Α συμφρονῶ
1. ομοφωνία, συμφωνία, σύμπνοια
2. (κατ' επέκτ.) αρμονία.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, ΜΑ, και δωρ. τ. συμφρόνασις Α συμφρονῶ
1. ομοφωνία, συμφωνία, σύμπνοια
2. (κατ' επέκτ.) αρμονία.

Greek Monotonic

συμφρόνησις: Δωρ. -ᾱσις, , συμφωνία, συνένωση, αρμονία.

Russian (Dvoretsky)

συμφρόνησις: εως ἡ взаимное согласие Polyb.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμφρόνησις -εως, ἡ [συμφρονέω] eensgezindheid.