ομοφωνία
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
Greek Monolingual
η (Α ὁμοφωνία) ομόφωνος
1. ομοιότητα φωνής ή κοινότητα γλώσσας
2. ομογνωμοσύνη, ομοφροσύνη, ταυτότητα γνώμης
νεοελλ.
μουσ. α) η απόλυτη συνήχηση ισοϋψών φθόγγων κατά την οποία πολλές συγχρόνως φωνές βρίσκονται στον ίδιο τόνο
β) τρόπος σύνθεσης κατά τον οποίο οι συνοδευτικές φωνές μιας κύριας μονωδίας περιορίζουν αισθητά ή και τελείως τη μελωδική και ρυθμική τους δραστηριότητα και υπηρετούν, ακολουθώντας ρυθμικά και πλαισιώνοντας αρμονικά, την καθαρή διαγραφή της κύριας μελωδίας, αλλ. ομοφωνικός χαρακτήρας ή ομοφωνικό ύφος ή αρμονική - κάθετη γραφή
γ) φρ. «αρχή της ομοφωνίας» — αρχή σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις ενός διοικητικού ή άλλου οργάνου λαμβάνονται με τις ψήφους όλων ανεξαιρέτως τών μελών του και όχι κατά πλειοψηφία
αρχ.
συμφωνία τών μουσικών ήχων, αρμονία («ὑποκριτοῦ εὐφωνίαν, ᾀδόντων ὁμοφωνίαν», Λουκιαν.).