συνεπιθυμητής

From LSJ
Revision as of 09:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιθῡμητής Medium diacritics: συνεπιθυμητής Low diacritics: συνεπιθυμητής Capitals: ΣΥΝΕΠΙΘΥΜΗΤΗΣ
Transliteration A: synepithymētḗs Transliteration B: synepithymētēs Transliteration C: synepithymitis Beta Code: sunepiqumhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one of the same desires, Pl.Clit.408c.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιθῡμητής: -οῦ, ὁ, ὁ συνεπιθυμῶν, ὁ τὸ αὐτὸ ἐπιθυμῶν, συνεραστής, Πλάτ. Κλειτοφ. 480D.

Greek Monolingual

ὁ, Α συνεπιθυμῶ
αυτός που έχει τις ίδιες επιθυμίες με κάποιον άλλο.

Greek Monolingual

ὁ, Α συνεπιθυμῶ
αυτός που έχει τις ίδιες επιθυμίες με κάποιον άλλο.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιθῡμητής: οῦ ὁ питающий те же стремления, т. е. сотоварищ (οἱ ἡλικιῶται καὶ συνεπιθυμηταί Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεπιθυμητής -οῦ, ὁ [συνεπιθυμέω] iemand met dezelfde verlangens.