σφαιρηδόν

Revision as of 09:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

Adv.

   A like a sphere, globe, or ball, ἧκε δέ μιν σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος Il.13.204, cf. AP6.45, Arat.531, Herod.Med. ap.Orib.8.7.3, Vett.Val.270.24.

Greek (Liddell-Scott)

σφαιρηδόν: Ἐπίρρ., δίκην σφαίρας, ἧκε δέ μιν σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος Ἰλ. Ν. 204, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 45, κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
en forme de sphère ou de balle.
Étymologie: σφαῖρα, -δον.

English (Autenrieth)

like a ball, Il. 13.204†.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. σαν σφαίρα («ἧκε δὲ μιν σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].

Greek Monotonic

σφαιρηδόν: επίρρ., όμοια με σφαίρα ή σαν μπάλα· ἧκε δέ μιν σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

σφαιρηδόν: adv. наподобие мяча, словно шар Hom., Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφαιρηδόν [σφαῖρα] adv., als een bal:. ἧκε δέ μιν σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος δι ’ ὁμίλου hij liet het (hoofd) als een bal rollen door de menigte Il. 13.204.