τερπνόν
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
Russian (Dvoretsky)
τερπνόν: τό наслаждение, удовольствие Thuc., Isocr., Plat.
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
τερπνόν: τό наслаждение, удовольствие Thuc., Isocr., Plat.