Τρινακρία

From LSJ
Revision as of 01:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you

Source

Greek (Liddell-Scott)

Τρῑνακρία: ἡ, ὄνομα τῆς Σικελίας, νεώτερος τύπος τοῦ Θρινακίη (ὃ ἴδε), Θουκ. 6. 2, Στράβ. 265. - Ἐπίθ. Τρῑνάκριος, α, ον, Καλλ. Ἀποσπ. 18, κλπ.· μετὰ θηλ. Τρῑνακρίς, ίδος, Ὀππ. Ἁλ. 3. 627. - Ὡσαύτως φέρεται Τρῑνακίη. Διογ. Π. 434, 467, ἴδε Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Π. σ. 226, Εὐστ. εἰς Διον. Περιηγ. ἔνθ’ ἀνωτέρω.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
la Trinacrie (litt. aux trois sommets) anc. n. de la Sicile, à cause de ses trois promontoires.
Étymologie: τρεῖς, ἄκρα.

Greek Monotonic

Τρῑνακρία: ἡ, όνομα της Σικελίας, νεώτερος τύπος του Θρινακίη, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

Τρῑνακρία: ἡ Тринакрия, «Трехвершинная» (древнейшее название Сицилии) Thuc., Theocr.

Middle Liddell

Τρῑνακρία, ἡ,
Sicily, a later form of Θρινακίη, Thuc.