ὑπνοφόρος
From LSJ
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
ον,
A bringing sleep, Plu.2.657d, Lycusap.Orib.9.46.2.
German (Pape)
[Seite 1207] Schlaf bringend, Plut. Symp. 3, 9, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπνοφόρος: -ον, ὁ φέρων, προξενῶν ὕπνον, Πλούτ. 2. 657D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui apporte le sommeil.
Étymologie: ὕπνος, φέρω.
Greek Monolingual
-ο / ὑπνοφόρος, -ον, ΝΑ
αυτός που φέρνει ύπνο, που προκαλεί νύστα, υπνωτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + -φόρος].
Russian (Dvoretsky)
ὑπνοφόρος: наводящий сон, усыпляющий Plut.