ὑπόστατος
From LSJ
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
German (Pape)
[Seite 1233] adj. verb. von ὑφίστημι, ὑφίσταμαι, untergestellt, τὸ ὑπόστατον, das Untergestell, der Untersatz, = ὑποστάτης, Paus. 10, 26, 2; – erträglich, ἄλγος οὐχ ὑπόστατον Eur. Suppl. 737.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ὑποστατός.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόστατος: и ὑποστᾰτός 3
1) выносимый, (пре)одолимый: οὐχ ὑ. Eur. неодолимый;
2) существующий, реальный (σώματα Sext.).