ψιλής

From LSJ
Revision as of 10:47, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψιλής Medium diacritics: ψιλής Low diacritics: ψιλής Capitals: ΨΙΛΗΣ
Transliteration A: psilḗs Transliteration B: psilēs Transliteration C: psilis Beta Code: yilh/s

English (LSJ)

ῆτος, ὁ, v. sub ψιλῆται.

Greek Monolingual

-ῆτος, ὁ, Α
(ποιητ. τ.) ψιλήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + επίθημα -ής, -ῆτος (< -ēt-, αβέβαιης προέλευσης), που απαντά σε ορισμένα επίθ. και ουσ. χρησιμοποιούμενα στην ποίηση ή είναι λ. της τεχνικής ορολογίας (πρβλ. ἀργ-ής)].

Russian (Dvoretsky)

ψῑλής: ῆτος ὁ псилет, легковооруженный воин Aesch.