καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)
adv.utilement, commodément;Cp. χρηστικώτερον.Étymologie: χρηστικός.
χρηστικῶς: с пользой, на пользу (πρός τινα Plut.).