πυριάω

From LSJ
Revision as of 10:50, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠριάω Medium diacritics: πυριάω Low diacritics: πυριάω Capitals: ΠΥΡΙΑΩ
Transliteration A: pyriáō Transliteration B: pyriaō Transliteration C: pyriao Beta Code: puria/w

English (LSJ)

Ion. inf.

   A -ιῆν Hp.Nat.Mul.107, but -ιᾶν Id.Morb.2.14: aor. ἐπυρίησα ib.19, -ίᾱσα Hippiatr.100:—Med., inf. -ιῆσθαι Hp.Vict.1.35: aor. ἐπυριησάμην Id.Nat.Mul.7,107, etc.:—Pass., aor. ἐπυριήθην Id.Int.1:—put persons in a vapour-bath, c. acc., Id.Art.47, Palaeph.43, etc.: metaph., τὸν λάρυγγ' ἥδιστα π. τεμαχίοις Crobyl.8:—Pass., take a vapour-bath, Ath.12.519e.    2 c. dupl. acc., π. αὐτὴν ὅσον τριήκοντα πυρίας Hp.Mul.1.75.    3 generally, foment, τὰ ἕλκη σαρξὶν ὑείαις Str.15.1.43:—Pass., πυριῶνται διά τινος οἱ ὀδόντες Dsc.3.9.    4 Pass., to be used for vapour-baths, [κύπερος] πρός τι πυριωμένη ἁρμόζει Id.1.4.

German (Pape)

[Seite 822] durch ein trockenes Schwitzbad od. Dampfbad erwärmen und in Schweiß bringen, Medic.; πύελοι, ἐν οἷς κατακείμενοι ἐπυριῶντο, Ath. XII, 519; komisch, τὸν λάρυγγ' ἥδιστα πυριῶ τεμαχίοις, Crobyl. com. bei Ath. I, 6 a.

Greek (Liddell-Scott)

πῠριάω: Ἰωνικ. ἀπαρ. -ιῆν Ἱππ. 488. 40., 586. 11· - ἀόρ. ἐπυρίησα ὁ αὐτ. 565. 47, κτλ. - Μέσ., ἀπαρ., -ιῆσθαι αὐτόθι, 31· ἀόρ. ἐπυριησάμην αὐτόθι 32., 586. 13, κτλ. - Παθ. ἀόρ. ἐπυριήθην ὁ αὐτ. 621. 30· (πυρία). Βάλλω τινὰ εἰς πυριατήριον μετ’ αἰτ., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813, Παλαίφ. 44, κτλ.· - μεταφ., τὸν λάρυγγ’ ἥδιστα πυριῶ τεμαχίοις Κρωβύλος ἐν Ἀδήλ. 1· - Παθ., θερμαίνομαι ἐν πυριατηρίῳ, δηλ. ἐν ξηρῷ λουτρῷ, Διοσκ. 3. 11, Ἀθήν. 519Ε. 2) μετὰ συστοίχ. αἰτ., πυριᾶν αὐτὴν (τὴν γυναῖκα δηλ.) ὅσον τριήκοντα πυρίας Ἱππ. 621. 28.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυριάω [πυρία] alleen in Hp., inf. praes. act. πυριᾶν en Ion. πυριῆν, med. πυριῆσθαι; aor. ἐπυρίᾱσα en Ion. ἐπυρίησα, aor. pass. ἐπυριά(σ)θην en Ion. ἐπυριήθην act. in een stoombad plaatsen. med. - pass. een stoombad nemen.