σμῖλος

From LSJ
Revision as of 12:57, 17 January 2019 by Spiros (talk | contribs)

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμῖλος Medium diacritics: σμῖλος Low diacritics: σμίλος Capitals: ΣΜΙΛΟΣ
Transliteration A: smîlos Transliteration B: smilos Transliteration C: smilos Beta Code: smi=los

English (LSJ)

ἡ,=

   A μῖλος, σμῖλαξ 11, yew, Call.Fr.100f.48, Nic.Al.611, Dsc.4.79.

German (Pape)

[Seite 911] ὁ od. ἡ, poet. statt σμῖλαξ, Nic. Al. 610, ἐλατηΐς.

Greek (Liddell-Scott)

σμῖλος: ὁ, = μῖλος, ἡ «σμιλακιά», σμῖλαξ, Νικ. Ἀλεξιφ. 624 (611). - Καθ’ Ἡσύχ.: «δένδρον (ἐλάτῃ ὅμοιον). οἱ δὲ πρῖνος. ἄλλοι μίλακα, ᾗ στεφανοῦνται».

Greek Monolingual

ἡ, Α
το φυτό μίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. σμῖλαξ. Για τους παρλλ. τ. σμῖλος: σμῖλαξ, πρβλ. οἶσος: οἶσαξ, ὄροβος: ὀρόβαξ.

Frisk Etymological English

See also: s. σμῖλαξ