ἱππαρχία

Revision as of 19:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ἡ,

   A office of ἵππαρχος, X.Ath.1.3 (pl.); of the magister equitum, D.C. Fr.36.26, Lyd.Mag.2.13.    II a squadron of horse such as he commands, Plb.10.23.4, D.S.17.57, Str.17.1.12, Plu.Eum.7, Arr.An. 1.24.3; consisting of 512 men, Ascl.Tact.7.11, etc.

German (Pape)

[Seite 1257] ἡ, Würde des ἵππαρχος, Xen. Ath. 1, 3; -eine größere Reiterabtheilung, ein Regiment, nach Ael. 512 Mann, Pol. 10, 21, 4 D. Sic. 17, 57.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππαρχία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ ἱππάρχου, Ξεν. Ἀθ. 1, 3. ΙΙ. σῶμα ἱππικοῦ διοικούμενον ὑπὸ τοῦ ἱππάρχου, Πολύβ. 10. 23, 4, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 commandement d’un corps de cavalerie;
2 régiment de cavalerie (de 512 hommes).
Étymologie: ἵππαρχος.

Greek Monolingual

η (Α ἱππαρχία) ίππαρχος
νεοελλ.
παλαιότερη ονομασία συντάγματος ιππικού
αρχ.
1. το αξίωμα του ιππάρχου
2. σώμα ιππικού διοικούμενο από ίππαρχο.

Greek Monotonic

ἱππαρχία: ἡ, αξίωμα του ἱππάρχου, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἱππαρχία:
1) звание или должность гиппарха Xen.;
2) гиппархия (конная войсковая часть численностью около 500 человек) Arst., Polyb., Diod., Plut.

Middle Liddell

ἱππαρχία, ἡ, [from ἵππαρχος
the office of ἵππαρχος, Xen.