περίεργον
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
Russian (Dvoretsky)
περίεργον: τό
1) чрезмерная изысканность (τῆς κόμης Luc.);
2) pl. пустяки (τὰ περίεργα πρᾶξαι NT).