διψητικός
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
ή, όν,
A thirsty, Arist.PA671a2. 2 provoking thirst, ὁ φόβος -κόν Id.Pr.947b39: Comp., Dsc.1.128.
German (Pape)
[Seite 647] Durst erregend; Arist. part. anim. 3, 8. Auch = durstend, K. S.; διψητικώτερος, Plut. Symp. 2, 2.
Greek (Liddell-Scott)
διψητικός: -ή, -όν, διψαλέος, Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 8, 2. 2) ὁ προξενῶν δίψαν, Διοσκ. 1. 183, ἐν τῷ συγκρ. -ώτερος. ― Ἐπίρρ. -ῶς, Γρηγ. Νύσσ. 1, 331Β, 795Β.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1sediento οἱ παῖδες Arist.Pr.872a7, τοῦ θέρους διψητικώτεροι γινόμεθα en el verano estamos más sedientos Plu.2.635c, οἴνου ... οἱ διψητικοὶ ἐπιθυμητικοί Arist.Pr.948a27, de anim. que carecen de vegija, Arist.PA 671a2, ὁ ἔλαφος Gr.Naz.M.36.392B, cf. Mich.in PA 63.7.
2 que produce sed ὁ φόβος Arist.Pr.947b39, τὰ ξηρά Dsc.1.128.
II adv. -ῶς con sed δ. ἔχει en interpr. alegór. de pasajes bíblicos, Gr.Nyss.Pss.125.14, cf. M.44.1241A.
Greek Monolingual
διψητικός, -ή, -όν (AM)
1. διψαλέος
2. αυτός που προξενεί δίψα.
Russian (Dvoretsky)
διψητικός:
1) томимый жаждой, много пьющий Arst., Plut.;
2) вызывающий жажду (φόβος Arst.).