εὐπόρως
From LSJ
French (Bailly abrégé)
adv.
1 facilement, avec aisance;
2 en abondance;
Cp. εὐπορώτερον.
Étymologie: εὔπορος.
Russian (Dvoretsky)
εὐπόρως:
1) легко, с легкостью (δύνασθαί τι Arst.; τὴν πολιορκίαν ὑπομένειν Plut.): τοῦτ᾽ εὐπορώτερον ἔχω ἀποκρίνασθαι Plat. на это мне легче ответить;
2) в изобилии (ἔχειν πάντα Thuc.).
English (Woodhouse)
(see also: εὔπορος) abundantly