ιοβόλος

From LSJ
Revision as of 10:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek Monolingual

(I)
-ον (ΑΜ ἰοβόλος, -ον)
(για τόξο) αυτό που ρίχνει βέλος, αυτό που τοξεύει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (II) + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυρο-βόλος, σφαιρο-βόλος.
(II)
-ο (ΑΜ ἰοβόλος, -ον)
1. αυτός που χύνει δηλητήριο, δηλητηριώδης, φαρμακερός («ιοβόλοι αδένες»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιοβόλα
τα δηλητηριώδη ζώα
3. μτφ. μοχθηρός, συκοφάντης, κακόβουλος
αρχ.
1. (για βέλος) βαμμένο με δηλητήριο ή αυτό που περιέχει δηλητηριώδεις ουσίες, δηλητηριώδες
2. φρ. «Περὶ ἰοβόλων ζῴων» — τίτλος έργου του Φιλουμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος, φυλλο-βόλος.