σιτία
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
(I)
ἡ, Α
ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος, κατά τα θηλ. σε -ία].
(II)
τὰ, Ν
βλ. σιτίο.
(see also: σιτίον) food, provisions