νησίον

Revision as of 21:00, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c2)

English (LSJ)

τό, Dim. of νῆσος,

   A islet, Str.2.5.23, 3.3.1.

Greek (Liddell-Scott)

νησίον: τό, ὑποκορ. τοῦ νῆσος, μικρὰ νῆσος, «νησάκι», Στράβ. 125, 152, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite île, îlot.
Étymologie: νῆσος.

English (Strong)

diminutive of νῆσος; an islet: island.

English (Thayer)

νησίου, τό (diminutive of νῆσος), a small island: Strabo)).

Greek Monolingual

νησίον, τὸ (ΑΜ)
βλ. νησί.

Greek Monotonic

νησίον: τό, υποκορ. του νῆσος, μικρό νησί, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

νησίον: τό NT = νησίδιον.

Middle Liddell

νησίον, ου, τό, [Dim. of νῆσος
an islet, Strab.

Chinese

原文音譯:nhs⋯on 尼西按

詞類次數:名詞(1)

原文字根:(小)島

字義溯源:小島,小島嶼;源自(νῆσος)*=島)

出現次數:總共(1);徒(1)

譯字彙編

1) 小島(1) 徒27:16