ἀδυνασία
English (LSJ)
ἡ,
A = ἀδυναμία, Hdt.3.79, 7.172, Th.8.8: c. gen., ἀ. τοῦ λέγειν Id.7.8:—also ἀδυναστία, v.l. for -ασία in D.H.Dem.26, cf. Gloss. (ἀδύναστος, ib.), and ἀδυνατία, Dinol.9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδῠνᾰσία: ἡ, = ἀδυναμία, Ἡρόδ. 3. 79., 7. 172., Θουκ. 8. 8, μ. γεν. ἀδ. τοῦ λέγειν, ὁ αὐτ. 7. 8. - Οἱ τύποι ἀδυναστία, Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 26, καὶ ἀδυνατία, Δεινόλοχος ἐν Α. Β. 345 εἶναι πιθανῶς σφάλματα, Λοβ. Φρύν. 508.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. ἀδυναμία.
Étymologie: ἀδύνατος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 debilidad física Hdt.3.79.
2 de pueblos carencia de fuerza militar Hdt.7.172, D.C.40.12.1, c. gen. subjet. τῶν Ἀθηναίων Th.8.8.
3 incapacidad, impericia τοῦ λέγειν Th.7.8, cf. D.H.Dem.26.9.
Greek Monotonic
ἀδῠνᾰσία: ἡ = ἀδυναμία, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με γεν., ἀδυνασία τοῦ λέγειν, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀδῠνᾰσία: ион. ἀδῠνᾰσίη ἡ
1) бессилие, слабость Her.;
2) неспособность, неумение (τινός Thuc.);
3) невозможность: οὐδαμὰ ἀδυνασίης ἀνάγκη κρέσσων ἔφυ погов. Her. нет силы сильнее невозможности.
Middle Liddell
=ἀδυναμία
Hdt., etc.; c. gen., ἀδ. τοῦ λέγειν Thuc.