καταχρώζω
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
French (Bailly abrégé)
c. καταχρώννυμι.
Étymologie: κατά, χρῴζω.
Greek (Liddell-Scott)
καταχρώζω: τῷ ἑπομένῳ.
Greek Monolingual
καταχρώζω (AM)
άλλος τ. του καταχρώννυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χρώζω «χρωματίζω»].
Greek Monotonic
καταχρώζω: ή χρώννῠμι, μέλ. -χρώσω, χρωματίζω — Παθ., κηλιδώνομαι, στιγματίζομαι, σε Ευρ.
Middle Liddell
or -χρώννῢμι fut. -χρώσω
to colour:— Pass. to be stained, Eur.