ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
ή, όν :
de Celtique ou des Celtes ; ἡ Κελτική la Gaule.
Étymologie: Κελτός.
Κελτικός, ή, όν [from Κελτοί
Celtic, Gallic, fem. Κελτίς, ίδος, Anth.