ἰδιόμορφος

Revision as of 15:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A of peculiar form, Thphr.HP9.13.6, Str.4.6.10, Plu.Mar.25.

German (Pape)

[Seite 1236] von besonderer, eigener Gestalt; ζῷον Strab. IV, 207; Plut. Mar. 25.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιόμορφος: -ον, ἔχων ἰδίαν μορφήν, Στράβ. 207, Πλουτ. Μάρ. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’une forme particulière.
Étymologie: ἴδιος, μορφή.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰδιόμορφος, -ον)
αυτός που έχει ιδιάζουσα μορφή ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιότητες (α. «ιδιόμορφο κτήριο» β. «ἰδιόμορφόν τι γεννᾱσθαι ζῷον», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. πολύ-μορφος, τερατό-μορφος].

Greek Monotonic

ἰδιόμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει περίεργη μορφή, ιδιαίτερη μορφή, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἰδιόμορφος: своеобразный, т. е. необыкновенный, невиданный (θηρίων χάσματα ἰδιόμορφα Plut.).

Middle Liddell

ἰδιό-μορφος, ον [μόρφη]
of peculiar form, Plut.