πρόθρονος

From LSJ
Revision as of 10:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57

Greek (Liddell-Scott)

πρόθρονος: ὁ, πρόεδρος, Ἀνθ. Π. 8. 116.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui siège en avant.
Étymologie: πρό, θρόνος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
πρόεδρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + θρόνος.

Greek Monotonic

πρόθρονος: ὁ, πρόεδρος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πρόθρονος:председатель, глава (εὐγενέων Anth.).

Middle Liddell

πρό-θρονος, ὁ,
a president, Anth.