pottenbakker
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
Dutch > Greek
ἀγγειουργός, δημιουργός, καμινεύς, καμινευτήρ, καμινεύτρια, κεραμεύς, κεραμοπλάστης, κεραμοποιός, κεραμοτήξ, λεπτοκεραμεύς, ὀστρακᾶς, ὀστρακεύς, ὀστρακοποιός, πηλοπλάθος, πλαστικάριος, φουρνοπλάστης, χυτρεύς