stenigen
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
Dutch > Greek
καταλεύειν, καταλεύω, καταλιθάζω, καταλιθοῦν, καταλιθόω, καταπετρόω, λεύειν, λεύω, λιθάζω, λιθοβολέω, λιθοβολῶ, λιθοκοπέω, λιθοκοπῶ, λιθολευστέω, λιθολευστῶ, πετροβολέω, πετροβολῶ