stenigen
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
Dutch > Greek
καταλεύειν, καταλεύω, καταλιθάζω, καταλιθοῦν, καταλιθόω, καταπετρόω, λεύειν, λεύω, λιθάζω, λιθοβολέω, λιθοβολῶ, λιθοκοπέω, λιθοκοπῶ, λιθολευστέω, λιθολευστῶ, πετροβολέω, πετροβολῶ