φήμα
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
pseudo-Doric for φήμη {Doric φάμα}, B. 5.194, al., Isyll. 80.
Greek Monolingual
τὸ, Α
στον πληθ. (τὰ) φήματα
(κατά τον Ησύχ.) όσα λέγονται, οι λόγοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φη- της απαθούς βαθμίδας του ρ. φημί + κατάλ. -μα (< -mņ-, συνεσταλμένη βαθμίδα της κατάλ. -meņ)].
ἡ, Α
(πιθ. δωρ. τ.) βλ. φήμη.