ἰταμῶς
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
French (Bailly abrégé)
adv.
avec hardiesse ou effronterie;
Cp. ἰταμώτερον.
Étymologie: ἰταμός.
Russian (Dvoretsky)
ἰτᾰμῶς:
1) стремительно, бурно: ἰταμώτερον τοῦ δέοντος Plat. с большим, чем нужно, рвением;
2) смело, дерзко (ὑφιστάναι τὸν θόρυβον Plut.).
English (Woodhouse)
(see also: ἰταμός) eagerly, impetuously