φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
P. and V. σπουδῇ, προθύμως, P. σπουδαίως, ἐντόνως, συντόνως.
pursue, eagerly labour at, v.: P. and V. σπουδάζειν (acc.), σπεύδειν (acc.).