eagerly
From LSJ
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
P. and V. σπουδῇ, προθύμως, P. σπουδαίως, ἐντόνως, συντόνως.
pursue, eagerly labour at, v.: P. and V. σπουδάζειν (acc.), σπεύδειν (acc.).