αγέννητος

From LSJ
Revision as of 22:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source

Greek Monolingual

και -γος, -η, -ο (Α ἀγέννητος, -ον)
αυτός που δεν γεννήθηκε, που δεν υπάρχει
νεοελλ.
1. αυτός που δεν γεννήθηκε από άλλον, ο αυθύπαρκτος
2. αυτός που δεν γέννησε ακόμη
3. το αρσ. ως ουσ. ο αγέννητος
α) ο διάβολος
β) πανούργος, πονηρός άνθρωπος
αρχ.
1. ο ταπεινής καταγωγής
2. αυτός που δεν γεννά, δεν παράγει.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + γεννῶ.
ΠΑΡ. αγεννησία].