συγχαρητήριος

From LSJ
Revision as of 19:30, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. αυτός που εκφράζει συμμετοχή στη χαρά του άλλου, αυτός με τον οποίο συγχαίρει κανείς («συγχαρητήριο τηλεγράφημα»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συγχαρητήρια
έκφραση χαράς, προφορικώς ή γραπτώς, σε κάποιον για ευφρόσυνο γεγονός που του συνέβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συγχαρη- του αορ. συγχάρηκα του συγχαίρω + επίθημα -τήριος (πρβλ. κινη-τήριος). Ο τ. συγχαρητήρια μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκ. Δ. Βυζαντίου].