ρύσιος
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
Greek Monolingual
-ον, Α ῥῡσις
1. αυτός που σώζει, που απολυτρώνει, που απελευθερώνει
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥύσιον α) ευχαριστήρια θυσία προς τους θεούς για σωτηρία από νόσο ή από κίνδυνο («ὠδίνων ῥύσια», Ανθ. Παλ.)
β) (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ῥύσια
σωτηρία, απολύτρωση, απελευθέρωση.