υπόγλωσσος

From LSJ
Revision as of 12:02, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund

Menander, Monostichoi, 377

Greek Monolingual

και αττ. τ. ὑπόγλωττος, -ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γλώσσα
2. ο κάπως φλύαρος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπόγλωσσον και ὑπόγλωττον
ονομασία δύο φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. πρόγλωσσος].