χαριτήσιος

From LSJ
Revision as of 10:30, 15 January 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

-ον, τ. ουδ. στον πληθ. και χαριτείσια, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Χάριτες
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χαριτήσιον
α) ευχαριστήρια προσφορά
β) επωδή για την επίτευξη εύνοιας
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαριτήσια και χαριτείσια
γιορτή προς τιμήν τών Χαρίτων στον Ορχομενό
4. φρ. «χαριτήσιον ἱερόν» — ναός αφιερωμένος στις Χάριτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος, κατά το φιλοτήσιος.