κοπροδόχος

From LSJ
Revision as of 11:06, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπροδόχος Medium diacritics: κοπροδόχος Low diacritics: κοπροδόχος Capitals: ΚΟΠΡΟΔΟΧΟΣ
Transliteration A: koprodóchos Transliteration B: koprodochos Transliteration C: koprodochos Beta Code: koprodo/xos

English (LSJ)

ὁ, cesspool, Gloss.

Greek Monolingual

-ο (Α κοπροδόχος, ον)
νεοελλ.
προορισμένος να δέχεται κόπρανα
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.κοπροδόχος
κοπροδοχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο-δόχος, ξενο-δόχος].