εννεακόσιοι

From LSJ
Revision as of 08:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δειλοῦ γὰρ ἀνδρὸς δειλὰ καὶ φρονήματα → Etiam consilia ignava ignavi sunt viri → Des feigen Mannes Denkungsart ist feige auch

Menander, Monostichoi, 128

Greek Monolingual

και εννιακόσιοι, -ες, -α (Α ἐν(ν)ακόσιοι, ιων. τ. εἰνακόσιοι, Μ ἐννεακόσιοι και ἐνακόσιοι, -αι, -α)
(βλ. εννακόσιοι και ενακόσιοι)
οι εννέα φορές εκατό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + -κάτιοι (πρβλ. εκατόν) > -κόσιοι, όπου το -ο- είναι αναλογικά προς τα -κοντα, -κοστος (πρβλ. τριάκοντα, τριακοστός), ενώ το -σ- προήλθε από ουράνωση και μετέπειτα συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι- (πρβλ. φυτις > φύσις)].