εννιακόσιοι
From LSJ
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
Greek Monolingual
και εννεακόσιοι, -ες, -α (Α ἐ(ν)νακόσιοι, -αι, -α
Μ ἐννεακόσιοι, -αι, -α)
1. απόλ. αριθμητ. που εκφράζει ποσότητα εννέα εκατοντάδων
2. (το ουδ. ως ουσ. για χρονολογία) εννιακόσια
αντί για το αντίστοιχο τακτικό («γύρω στο 900 μ.Χ.»)
3. ως α' συνθετικό λέξεων δηλώνει ότι το σημαινόμενο από το β' συνθετικό υπάρχει ή επαναλαμβάνεται εννιακόσιες φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εννεακόσιοι].