εννιακόσιοι
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
Greek Monolingual
και εννεακόσιοι, -ες, -α (Α ἐ(ν)νακόσιοι, -αι, -α
Μ ἐννεακόσιοι, -αι, -α)
1. απόλ. αριθμητ. που εκφράζει ποσότητα εννέα εκατοντάδων
2. (το ουδ. ως ουσ. για χρονολογία) εννιακόσια
αντί για το αντίστοιχο τακτικό («γύρω στο 900 μ.Χ.»)
3. ως α' συνθετικό λέξεων δηλώνει ότι το σημαινόμενο από το β' συνθετικό υπάρχει ή επαναλαμβάνεται εννιακόσιες φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εννεακόσιοι].